στο λεξικό PONS
Zah·lungs·auf·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ
im [ɪm] = in dem
1. im (sich dort befindend):
IM <-s, -s> [i:ʔˈɛm] ΟΥΣ αρσ o θηλ
IM συντομογραφία: inoffizieller Mitarbeiter
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zahlungsauftrag im Außenwirtschaftsverkehr phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Außenwirtschaftsverkehr ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Zahlungsauftrag ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Zahlungsanforderung
- Zahlungsankündigung
- Zahlungsanspruch
- Zahlungsanweisung
- Zahlungsanzeige
- Zahlungsauftrag im Außenwirtschaftsverkehr
- Zahlungsausfall
- Zahlungsausgänge
- Zahlungsausgleich
- Zahlungsausgleichsagent
- Zahlungsbedingungen