στο λεξικό PONS
vier·jäh·rig, 4-jäh·rig ΕΠΊΘ
1. vierjährig (Alter):
2. vierjährig (Zeitspanne):
acht·jäh·rig, 8-jäh·rig [ˈaxtjɛ:rɪç] ΕΠΊΘ
1. achtjährig (Alter):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
r ΕΠΊΘ
r συντομογραφία: repartiert ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- r (Kurszusatz)
-
- r (Kurszusatz)
-
repartiert ΕΠΊΡΡ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.