στο λεξικό PONS
 
  
 Mo·ne·ta·rist(in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΠΟΛΙΤ
-  Monetarist(in)
-  monetarist
 
  
 -  monetarist
-  Monetarist(in) αρσ (θηλ) <-en, -en> ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Monetarist ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
-  Monetarist (Anhänger/in des Monetarismus)
-  monetarist
 
  
 -  monetarist (Anhänger/in des Monetarismus)
-  Monetarist αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
