Le·xi·ko·graph(in) <-en, -en> [lɛksikoˈgra:f] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Lexikograph → Lexikograf
Le·xi·ko·graf(in), Le·xi·ko·graph (in) <-en, -en> [lɛksikoˈgra:f] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.