Ku·ri·o·sum <-s, Kuriosa> [kuˈri̯o:zʊm, πλ -za] ΟΥΣ ουδ
Kuriosum → Kuriosität
Ku·ri·o·si·tät <-, -en> [kuri̯oziˈtɛt] ΟΥΣ θηλ τυπικ
1. Kuriosität (Merkwürdigkeit):
2. Kuriosität (merkwürdiger Gegenstand):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.