στο λεξικό PONS
-
- Kontrahent(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Kontrahent(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Kontrahent(in) αρσ (θηλ) <-en, -en> τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kontrahent ΟΥΣ αρσ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- Kontrahent
-
-
- Kontrahent αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.