στο λεξικό PONS
Kon·kurs·fall ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
- Konkursfall
-
-
- Konkursfall αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Konkursfall αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.