στο λεξικό PONS
Klein·ge·wer·be·trei·ben·de(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kleingewerbetreibende(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.