ka·ra·melπαλαιότ [karaˈmɛl] ΕΠΊΘ
karamel → karamell
Ka·ra·melπαλαιότ <-s> [karaˈmɛl] ΟΥΣ αρσ kein πλ
Karamel → Karamell
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.