στο λεξικό PONS
- fund investment business no pl
- Fondsanlagegeschäft ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Fondsanlagegeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Fondsanlagegeschäft
-
-
- Fondsanlagegeschäft ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- FOMC
- FOMO Fomo
- Fon
- Fön
- Fond
- Fondsanlagegeschäft
- Fondsanleger
- Fondsanteil
- Fondsart
- Fondsauflage
- fondsbasiert