Ent·kräf·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Entkräftung (Erschöpfung):
2. Entkräftung μτφ (Widerlegung):
- Entkräftung
-
- Entkräftung
-
-
- Entkräftung θηλ <-, -en>
-
- Entkräftung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.