στο λεξικό PONS
Ver·sor·gungs·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
I. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΘ
II. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentlicher Versorgungsbetrieb ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Versorgungsbetrieb ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.