I. tout-puissant (toute-puissante) <tout-puissants, toutes-puissantes> [tupɥisɑ͂, tutpɥisɑ͂t] ΕΠΊΘ
-
- omnipotent τυπικ
II. tout-puissant (toute-puissante) <tout-puissants, toutes-puissantes> [tupɥisɑ͂, tutpɥisɑ͂t] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. tout-puissant (souverain absolu):
2. tout-puissant ΘΡΗΣΚ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.