tentateur (-trice) [tɑ͂tatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
1. tentateur (séducteur):
- tentateur (-trice)
-
2. tentateur ΘΡΗΣΚ:
- tentateur (-trice) esprit, démon
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.