régulièrement [ʀegyljɛʀmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. régulièrement (périodiquement):
- régulièrement
-
- régulièrement avoir lieu, se rencontrer
-
2. régulièrement (selon les règles):
- régulièrement
-
3. régulièrement (uniformément):
- régulièrement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.