phylactère [filaktɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. phylactère (dans une bande dessinée) ειδικ ορολ:
- phylactère
- Sprechblase θηλ
2. phylactère ΘΡΗΣΚ:
- phylactère
- Gebetsriemen αρσ
phylactère ΟΥΣ
- phylactère αρσ ΤΈΧΝΗ
- Spruchband ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.