I. passepartoutNO <passepartouts> [pɑspaʀtu], passe-partoutOT ΕΠΊΘ μτφ
- passepartout discours, phrase
- Allerwelts- οικ
II. passepartoutNO <passepartouts> [pɑspaʀtu], passe-partoutOT ΟΥΣ αρσ
1. passe-partout (clé):
2. passe-partout ΤΈΧΝΗ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.