palpitation [palpitasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. palpitation συνήθ πλ (battement du cœur):
2. palpitation ΙΑΤΡ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.