I. pédant(e) [pedɑ͂, ɑ͂t] μειωτ ΕΠΊΘ
-
- schulmeisterlich pej
-
- besserwisserisch pej
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.