I. ostrogotNO(e) [ɔstʀɔgo, ɔt], ostrogoth(e)OT ΕΠΊΘ ΙΣΤΟΡΊΑ
II. ostrogotNO(e) [ɔstʀɔgo, ɔt], ostrogoth(e)OT ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. ostrogot απαρχ (rustre):
- ostrogot(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ostéogenèse
- ostéopathe
- ostéoporose
- ostéosynthèse
- ostracisation
- ostrogoth ostrogothe
- otage
- otarie
- ôter
- otite
- otolithe