oléagineux <πλ oléagineux> [ɔleaʒinø] ΟΥΣ αρσ
-
- Ölpflanze θηλ
oléagineux (-euse) [ɔleaʒinø, -øz] ΕΠΊΘ
1. oléagineux (oléifère):
2. oléagineux (ressemblant à l'huile):
- oléagineux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.