I. négrier (-ière) [negʀije, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
II. négrier (-ière) [negʀije, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. négrier ΙΣΤΟΡΊΑ:
- négrier (-ière)
-
2. négrier (exploiteur):
- négrier (-ière)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.