lyrique [liʀik] ΕΠΊΘ
1. lyrique ΛΟΓΟΤ:
- lyrique
-
- lyrique roman, film
-
- lyrique écrivain
-
2. lyrique ΜΟΥΣ:
- lyrique soprano
-
- art lyrique
- Gesangskunst θηλ
- soirée lyrique
- Liederabend αρσ
- théâtre lyrique
- Musiktheater ουδ
3. lyrique (passionné):
- lyrique envolée, personne, ton
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.