- libéralisme d'une personne
- Liberalität θηλ
- libéralisme d'un règlement
- Großzügigkeit θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
- libéralisme économique
- être pour le libéralisme économique
Αναζήτηση στο λεξικό
- libelle
- libellé
- libeller
- libellule
- liber
- libéralisme
- libéralité
- libérateur
- libération
- libératoire
- libéré