héritier (-ière) [eʀitje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. héritier:
3. héritier οικ (enfant):
- héritier (-ière)
- Stammhalter αρσ
cohéritier (-ière) [koeʀitje, jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ ΝΟΜ
bénitier [benitje] ΟΥΣ αρσ
-
- Weihwasserbecken ουδ
I. droitier (-ière) [dʀwatje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ (personne)
- droitier (-ière)
-
II. droitier (-ière) [dʀwatje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ ΠΟΛΙΤ
-
- rechtslastig οικ
fruitier [fʀɥitje] ΟΥΣ αρσ
1. fruitier:
-
- Obsthändler αρσ
-
- Obstverkäufer αρσ
3. fruitier CH (fromager):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- levure
- lexical
- lexicographie
- lexicologie
- lexique
- lhéritier
- liaison
- liane
- liant
- liard
- lias