astronautique [astʀonotik] ΟΥΣ θηλ
I. aéronautique [aeʀonotik] ΕΠΊΘ
II. aéronautique [aeʀonotik] ΟΥΣ θηλ sans πλ
astronaute [astʀonot] ΟΥΣ αρσ θηλ
astronomique [astʀɔnɔmik] ΕΠΊΘ
1. astronomique ΑΣΤΡΟΝ:
2. astronomique (faramineux):
- astronomique nombre, prix
-
gastronomique [gastʀɔnɔmik] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.