américain(e) [ameʀikɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
ιδιωτισμοί:
- à l'américaine ΜΑΓΕΙΡ
-
Américain(e) [ameʀikɛ͂, ɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Américain(e)
-
africain(e) [afʀikɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
armoricain(e) [aʀmɔʀikɛ͂, kɛn] ΕΠΊΘ
panaméricain(e) [panameʀikɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.