léonin1(e) [leɔnɛ͂, in] ΕΠΊΘ
1. léonin (qui évoque le lion):
- léonin(e)
-
2. léonin μτφ:
- léonin(e) société, partage
-
léonin2(e) [leɔnɛ͂, in] ΕΠΊΘ ΠΟΊΗΣΗ
- vers léonin
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.