I. inquisiteur (-trice) [ɛ͂kizitœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
- inquisiteur (-trice)
-
- inquisiteur (-trice)
- inquisitorisch τυπικ
- inquisiteur (-trice) ton, regard
-
- inquisiteur (-trice) questions
-
II. inquisiteur (-trice) [ɛ͂kizitœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ a. ΙΣΤΟΡΊΑ, ΘΡΗΣΚ
- inquisiteur (-trice) μειωτ
-
- Grand inquisiteur
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Grand inquisiteur