grignotage [gʀiɲɔtaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. grignotage (action de manger):
- grignotage
- Knabbern ουδ
2. grignotage (réduction):
- grignotage des libertés
- Beschneiden ουδ
- grignotage du capital, des salaires
-
- grignotage des espaces
-
- grignotage de la majorité
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- grièvement
- griffe
- griffé
- griffer
- griffon
- grignotage
- grignotement
- grignoter
- grigou
- gri-gri
- grigri