genouillère [ʒənujɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. genouillère (protection du genou):
- genouillère d'un gardien de but
- Knieschutz αρσ
- genouillère d'un lugeur, joueur de hockey
- Knieschützer αρσ
- genouillère ΙΑΤΡ
- Knieschoner αρσ
2. genouillère ΤΕΧΝΟΛ:
- genouillère d'une porte
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.