génial(e) <-aux> [ʒenjal, jo] ΕΠΊΘ
1. génial (qui a du génie):
- génial(e) personne
-
2. génial (inspiré par le génie):
- génial(e) idée
-
3. génial οικ (formidable):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.