I. fromager (-ère) [fʀɔmaʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
-  fromager (-ère) industrie, production
 -  Käse-
 
II. fromager (-ère) [fʀɔmaʒe, -ɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
-  fromager (-ère)
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.