environnemental(e) <-aux> [ɑ͂viʀɔnmɑ͂tal, o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- directive environnementale
- norme environnementale ΤΕΧΝΟΛ
- politique environnementale
- Umweltpolitik θηλ
- législation en matière de responsabilité environnementale
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- envers
- envi
- enviable
- envie
- envier
- environnementale
- environner
- envisageable
- envisager
- envoi
- envol