I. droitier (-ière) [dʀwatje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ (personne)
- droitier (-ière)
-
II. droitier (-ière) [dʀwatje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ ΠΟΛΙΤ
-
- rechtslastig οικ
droitier
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.