I. dramatique [dʀamatik] ΕΠΊΘ
1. dramatique ΘΈΑΤ:
2. dramatique (émouvant):
- dramatique histoire, récit
-
II. dramatique [dʀamatik] ΟΥΣ θηλ TV
- dramatique
- Fernsehspiel ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- l'art dramatique
- spectacle dramatique
- Bühnenstück ουδ
- auteur dramatique
- Theaterautor(in)
- œuvre dramatique