I. électroménager [elɛktʀomenaʒe] ΕΠΊΘ
II. électroménager [elɛktʀomenaʒe] ΟΥΣ αρσ
1. électroménager (appareils):
2. électroménager (fabrication):
3. électroménager (commerce):
électromètre [elɛktʀɔmɛtʀ] ΟΥΣ αρσ
électromoteur (-trice) [elɛktʀɔmotœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- délavage
- délavé
- délaver
- délayage
- délayer
- délectroménager
- délégation
- délégitimer
- délégué
- déléguer
- délestage