décennal(e) <-aux> [desenal, o] ΕΠΊΘ
1. décennal (de dix ans):
- décennal(e) contrat, garantie
-
- décennal(e) contrat, garantie
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.