I. croyant(e) [kʀwajɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
I. non-croyant(e) <non-croyants> [nɔ͂kʀwajɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. non-croyant(e) <non-croyants> [nɔ͂kʀwajɑ͂, jɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.