criminalité [kʀiminalite] ΟΥΣ θηλ sans πλ
- criminalité
- Kriminalität θηλ
- criminalité infantile
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- criminalité infantile
- vague d'enthousiasme/de criminalité
- prévention criminelle [ou contre la criminalité]
Αναζήτηση στο λεξικό
- cri-cri
- cricri
- criée
- crier
- crieur
- criminalité
- criminel
- criminelle
- criminellement
- criminologie
- crin