correcteur [kɔʀɛktœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. correcteur (personne qui corrige):
- correcteur
- Korrektor αρσ
2. correcteur (dispositif, circuit):
- correcteur
- Regler αρσ
3. correcteur Η/Υ:
- correcteur
-
- correcteur orthographique/grammatical
-
ιδιωτισμοί:
- correcteur liquide
-
correcteur (-trice) [kɔʀɛktœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
- correcteur (-trice) mesure
-
- correcteur (-trice) mesure
-
- correcteur (-trice) ruban
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.