I. coquin(e) [kɔkɛ͂, in] ΕΠΊΘ
1. coquin (espiègle):
2. coquin (grivois):
- coquin(e)
-
- coquin(e) allusion, histoire
-
- coquin(e) allusion, histoire
-
- coquin(e) allusion, histoire
-
II. coquin(e) [kɔkɛ͂, in] ΟΥΣ αρσ(θηλ) (enfant)
- coquin(e)
- Frechdachs αρσ
- coquin(e)
- Schelm αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.