collocation [kɔlɔkasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. collocation ΝΟΜ:
- collocation
-
2. collocation ΝΟΜ Βέλγ:
- collocation (internement)
- Internierung θηλ
- collocation (emprisonnement)
- Inhaftierung θηλ
3. collocation ΓΛΩΣΣ:
- collocation
- Kollokation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.