collaborateur (-trice) [ko(l)labɔʀatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. collaborateur (membre du personnel):
- collaborateur (-trice)
-
2. collaborateur (intervenant occasionnel):
- collaborateur (-trice)
-
3. collaborateur (pendant une guerre):
- collaborateur (-trice)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.