besogneux (-euse) [bəzɔɲø, -øz] ΕΠΊΘ
1. besogneux:
- besogneux (-euse)
-
2. besogneux (affecté à de petits travaux):
- besogneux (-euse)
-
- besogneux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.