I. amiral(e) <-aux, es> [amiʀal, o] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. amiral:
- amiral(e)
- Admiral αρσ
2. amiral ΙΣΤΟΡΊΑ:
- amiral(e) (titre honorifique)
- Großadmiral αρσ
II. amiral(e) <-aux, es> [amiʀal, o] ΠΑΡΆΘ
- vaisseau amiral
- Flaggschiff ουδ
vice-amiral <vice-amiraux> [visamiʀal, o] ΟΥΣ αρσ
- vice-amiral
- Konteradmiral αρσ
contreamiralNO <-aux> [kɔ͂tʀamiʀal, o], contre-amiralOT ΟΥΣ αρσ
magasin amiral ΟΥΣ
- magasin amiral
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- vaisseau amiral
- Flaggschiff ουδ