- pèlerin
- Pilger(in) αρσ (θηλ)
- bâton de pèlerin
- Pilgerstab αρσ
- groupe de pèlerins
- Pilgerschar θηλ
- les Pères Pèlerins ΙΣΤΟΡΊΑ
- die Pilgerväter Pl
- pèlerin
- Wanderfalke αρσ
- pèlerin
- Wanderheuschrecke θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.