Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
transcendant|al (transcendantale) <αρσ πλ transcendantaux> [tʀɑ̃sɑ̃dɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
- transcendantal (transcendantale)
-
-
- méditation θηλ transcendantale
στο λεξικό PONS
transcendantal(e) <-aux> [tʀɑ̃sɑ̃dɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
transcendantal(e) <-aux> [tʀɑ͂sɑ͂dɑ͂tal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.