Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. survolté (survoltée) [syʀvɔlte] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
survolté → survolter
II. survolté (survoltée) [syʀvɔlte] ΕΠΊΘ οικ (surexcité)
- survolté (survoltée) personne, groupe
-
στο λεξικό PONS
survolté(e) [syʀvɔlte] ΕΠΊΘ
- survolté(e)
-
survolté(e) [syʀvɔlte] ΕΠΊΘ
- survolté(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.