I. surrén|al (surrénale) <αρσ πλ surrénaux> [syʀ(ʀ)enal, o] ΕΠΊΘ
- surrénal (surrénale)
-
II. surrénale ΟΥΣ θηλ
surrénale θηλ:
-
- surrénal
-
- surrénal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.